Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
View word page
δίδημι
δίδημι Epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω to bind, fetter, Hom.

ShortDef

to bind, fetter

Debugging

Headword:
δίδημι
Headword (normalized):
δίδημι
Headword (normalized/stripped):
διδημι
IDX:
8287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8291
Key:
di/dhmi

Data

{'content': 'δίδημι\n Epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω\n to bind, fetter, Hom.', 'key': 'di/dhmi'}