Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
View word page
αἱμωπός
αἱμωπός = αἱματωπός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἱμωπός
Headword (normalized):
αἱμωπός
Headword (normalized/stripped):
αιμωπος
IDX:
829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n829
Key:
ai(mwpo/s
Data
{'content': 'αἱμωπός\n = αἱματωπός, Anth.', 'key': 'ai(mwpo/s'}