Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
View word page
διδάσκαλος
διδάσκαλος δῐδάσκᾰλος, ὁ, ἡ, διδάσκω a teacher, master, Hhymn., Aesch., etc.: εἰς διδασκάλου (sc. οἶκον) φοιτᾶν to go to school, Plat.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι to leave school, Plat.; ἐν διδασκάλων at school, Plat. a dramatic poet was called διδάσκαλος because he taught the actors, Ar.

ShortDef

a teacher, master

Debugging

Headword:
διδάσκαλος
Headword (normalized):
διδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλος
IDX:
8285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8289
Key:
dida/skalos

Data

{'content': 'διδάσκαλος\n δῐδάσκᾰλος, ὁ, ἡ,\n διδάσκω\n a teacher, master, Hhymn., Aesch., etc.: εἰς διδασκάλου (sc. οἶκον) φοιτᾶν to go to school, Plat.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι to leave school, Plat.; ἐν διδασκάλων at school, Plat.\n a dramatic poet was called διδάσκαλος because he taught the actors, Ar.', 'key': 'dida/skalos'}