Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
View word page
διδασκάλιον
διδασκάλιον δῐδασκάλιον, ου, τό, διδάσκαλος a thing taught, a science, art, lesson, Hdt., Xen. in pl. a teacherʼs fee, Plut.

ShortDef

a thing taught, a science, art, lesson

Debugging

Headword:
διδασκάλιον
Headword (normalized):
διδασκάλιον
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλιον
IDX:
8284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8288
Key:
didaska/lion

Data

{'content': 'διδασκάλιον\n δῐδασκάλιον, ου, τό,\n διδάσκαλος\n a thing taught, a science, art, lesson, Hdt., Xen.\n in pl. a teacherʼs fee, Plut.', 'key': 'didaska/lion'}