Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
View word page
διδασκαλία
διδασκαλία δῐδασκᾰλία, ἡ, διδάσκαλος teaching, instruction, education, Lat. disciplina, Xen., Plat., etc.; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι or παρέχειν to serve as a lesson to one, Thuc. the rehearsing of a dramatic chorus, Plat.: also, the drama itself, Plut.

ShortDef

teaching, instruction, education

Debugging

Headword:
διδασκαλία
Headword (normalized):
διδασκαλία
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλια
IDX:
8282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8286
Key:
didaskali/a

Data

{'content': 'διδασκαλία\n δῐδασκᾰλία, ἡ,\n διδάσκαλος\n teaching, instruction, education, Lat. disciplina, Xen., Plat., etc.; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι or παρέχειν to serve as a lesson to one, Thuc.\n the rehearsing of a dramatic chorus, Plat.: also, the drama itself, Plut.', 'key': 'didaskali/a'}