διδασκαλεῖον
διδασκαλεῖον
δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό,
διδάσκαλος
a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.
{
"content": "διδασκαλεῖον\n δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό,\n διδάσκαλος\n a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.",
"key": "didaskalei=on"
}