Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
View word page
διδασκαλεῖον
διδασκαλεῖον δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό, διδάσκαλος a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.

ShortDef

a teaching-place, school

Debugging

Headword:
διδασκαλεῖον
Headword (normalized):
διδασκαλεῖον
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλειον
IDX:
8281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8285
Key:
didaskalei=on

Data

{'content': 'διδασκαλεῖον\n δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό,\n διδάσκαλος\n a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.', 'key': 'didaskalei=on'}