Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
View word page
δίδαξις
δίδαξις δίδαξις, εως διδάσκω teaching, instruction, Eur.
ShortDef
teaching, instruction
Debugging
Headword:
δίδαξις
Headword (normalized):
δίδαξις
Headword (normalized/stripped):
διδαξις
IDX:
8280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8284
Key:
di/dacis
Data
{'content': 'δίδαξις\n δίδαξις, εως\n διδάσκω\n teaching, instruction, Eur.', 'key': 'di/dacis'}