Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
View word page
διδακτός
διδακτός δῐδακτός, ή, όν διδάσκω of things, taught, learnt, Soph. that can or ought to be taught or learnt, Pind., Soph., etc. of persons, taught, instructed, τινός in a thing, NTest.

ShortDef

taught, learnt

Debugging

Headword:
διδακτός
Headword (normalized):
διδακτός
Headword (normalized/stripped):
διδακτος
IDX:
8279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8283
Key:
didakto/s

Data

{'content': 'διδακτός\n δῐδακτός, ή, όν\n διδάσκω\n of things, taught, learnt, Soph.\n that can or ought to be taught or learnt, Pind., Soph., etc.\n of persons, taught, instructed, τινός in a thing, NTest.', 'key': 'didakto/s'}