Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
View word page
διδακτικός
διδακτικός δῐδακτικός, ή, όν διδάσκω apt at teaching, NTest.

ShortDef

apt at teaching

Debugging

Headword:
διδακτικός
Headword (normalized):
διδακτικός
Headword (normalized/stripped):
διδακτικος
IDX:
8278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8282
Key:
didaktiko/s

Data

{'content': 'διδακτικός\n δῐδακτικός, ή, όν\n διδάσκω\n apt at teaching, NTest.', 'key': 'didaktiko/s'}