Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
View word page
διδακτέος
διδακτέος δῐδακτέος, ον verb. adj. of διδάσκω, one must teach, Plat.

ShortDef

one must teach

Debugging

Headword:
διδακτέος
Headword (normalized):
διδακτέος
Headword (normalized/stripped):
διδακτεος
IDX:
8277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8281
Key:
didakte/os

Data

{'content': 'διδακτέος\n δῐδακτέος, ον\n verb. adj. of διδάσκω,\n one must teach, Plat.', 'key': 'didakte/os'}