Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
View word page
αἵμων
αἵμων = δαήμων, skilful in a thing, c. gen., αἵμονα θήρης Il. (αἷμα) bloody, Aesch., Eur.
ShortDef
Haemon
skilful in
Debugging
Headword:
αἵμων
Headword (normalized):
αἵμων
Headword (normalized/stripped):
αιμων
IDX:
828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n828
Key:
ai(/mwn
Data
{'content': 'αἵμων\n = δαήμων,\n skilful in a thing, c. gen., αἵμονα θήρης Il.\n (αἷμα) bloody, Aesch., Eur.', 'key': 'ai(/mwn'}