Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέος
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
View word page
δίβολος
δίβολος δί-βολος, ον δίς, βάλλω two-pointed, Eur., Anth.

ShortDef

two-pointed

Debugging

Headword:
δίβολος
Headword (normalized):
δίβολος
Headword (normalized/stripped):
διβολος
IDX:
8272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8276
Key:
di/bolos

Data

{'content': 'δίβολος\n δί-βολος, ον\n δίς, βάλλω\n two-pointed, Eur., Anth.', 'key': 'di/bolos'}