Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
View word page
διαψήχω
διαψήχω to cause to crumble away, Plut.
ShortDef
to cause to crumble away
Debugging
Headword:
διαψήχω
Headword (normalized):
διαψήχω
Headword (normalized/stripped):
διαψηχω
IDX:
8266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8270
Key:
diayh/xw
Data
{'content': 'διαψήχω\n to cause to crumble away, Plut.', 'key': 'diayh/xw'}