Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
View word page
αἱμώδης
αἱμώδης εἶδος bloody, blood-red, Luc.

ShortDef

bloody, blood-red

Debugging

Headword:
αἱμώδης
Headword (normalized):
αἱμώδης
Headword (normalized/stripped):
αιμωδης
IDX:
827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n827
Key:
ai(mw/dhs

Data

{'content': 'αἱμώδης\n εἶδος\n bloody, blood-red, Luc.', 'key': 'ai(mw/dhs'}