Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
δίβολος
δίγληνος
δίγλωσσος
View word page
διαψηφίζω
διαψηφίζω fut. mid. Attic ιοῦμαι act. put to a vote; mid. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc. to decide by vote, Dem.

ShortDef

put to the vote

Debugging

Headword:
διαψηφίζω
Headword (normalized):
διαψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
διαψηφιζω
IDX:
8264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8268
Key:
diayhfi/zomai

Data

{'content': 'διαψηφίζω\n fut. mid. Attic ιοῦμαι\n act. put to a vote; mid. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.\n to decide by vote, Dem.', 'key': 'diayhfi/zomai'}