Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
διβολία
View word page
διαχώρισμα
διαχώρισμα διαχώρισμα, ατος, τό, from διαχωρίζω a cleft, division, Luc.

ShortDef

a cleft, division

Debugging

Headword:
διαχώρισμα
Headword (normalized):
διαχώρισμα
Headword (normalized/stripped):
διαχωρισμα
IDX:
8261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8265
Key:
diaxw/risma

Data

{'content': 'διαχώρισμα\n διαχώρισμα, ατος, τό,\n from διαχωρίζω\n a cleft, division, Luc.', 'key': 'diaxw/risma'}