διαχώρισμα
διαχώρισμα
διαχώρισμα, ατος, τό,
from διαχωρίζω
a cleft, division, Luc.
{
"content": "διαχώρισμα\n διαχώρισμα, ατος, τό,\n from διαχωρίζω\n a cleft, division, Luc.",
"key": "diaxw/risma"
}