Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
διάω
δίβαμος
View word page
διαχωρίζω
διαχωρίζω fut. Attic ιῶ to separate, Xen.

ShortDef

to separate

Debugging

Headword:
διαχωρίζω
Headword (normalized):
διαχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχωριζω
IDX:
8260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8264
Key:
diaxwri/zw

Data

{'content': 'διαχωρίζω\n fut. Attic ιῶ\n to separate, Xen.', 'key': 'diaxwri/zw'}