Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διαψύχω
View word page
διάχυσις
διάχυσις διάχῠσις, εως διαχέω diffusion, Plat.; δ. λαμβάνειν to be spread out, Plut. merriment, Plut.
ShortDef
diffusion
Debugging
Headword:
διάχυσις
Headword (normalized):
διάχυσις
Headword (normalized/stripped):
διαχυσις
IDX:
8258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8262
Key:
dia/xusis
Data
{'content': 'διάχυσις\n διάχῠσις, εως\n διαχέω\n diffusion, Plat.; δ. λαμβάνειν to be spread out, Plut.\n merriment, Plut.', 'key': 'dia/xusis'}