Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψήχω
διαψιθυρίζω
View word page
διάχρυσος
διάχρυσος διά-χρῡσος, ον interwoven with gold, Dem.

ShortDef

interwoven with gold

Debugging

Headword:
διάχρυσος
Headword (normalized):
διάχρυσος
Headword (normalized/stripped):
διαχρυσος
IDX:
8257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8261
Key:
dia/xrusos

Data

{'content': 'διάχρυσος\n διά-χρῡσος, ον\n interwoven with gold, Dem.', 'key': 'dia/xrusos'}