Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
διαψαίρω
διαψεύδω
διαψηφίζω
διαψήφισις
View word page
διαχόω
διαχόω old form for διαχώννυμι διαχοῦν τὸ χῶμα to complete the mound, Hdt., διαχώννυμι later in Strab.

ShortDef

to throw up a bank, complete a mound, block with a mole

Debugging

Headword:
διαχόω
Headword (normalized):
διαχόω
Headword (normalized/stripped):
διαχοω
IDX:
8255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8259
Key:
diaxo/w

Data

{'content': 'διαχόω\n old form for διαχώννυμι\n διαχοῦν τὸ χῶμα to complete the mound, Hdt., διαχώννυμι later in Strab.', 'key': 'diaxo/w'}