Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαχώρισμα
View word page
διαχειροτονέω
διαχειροτονέω fut. ήσω to choose between two persons or things by show of hands, to elect, Dem.; so in Mid., Xen.
ShortDef
to choose between two
Debugging
Headword:
διαχειροτονέω
Headword (normalized):
διαχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
διαχειροτονεω
IDX:
8251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8255
Key:
diaxeirotone/w
Data
{'content': 'διαχειροτονέω\n fut. ήσω\n to choose between two persons or things by show of hands, to elect, Dem.; so in Mid., Xen.', 'key': 'diaxeirotone/w'}