Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
διαχωρέω
View word page
διαχειρίζω
διαχειρίζω fut. Attic ιῶ to have in hand, conduct, manage, administer, Oratt.:—Pass., Xen.

ShortDef

to have in hand, conduct, manage, administer

Debugging

Headword:
διαχειρίζω
Headword (normalized):
διαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχειριζω
IDX:
8249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8253
Key:
diaxeiri/zw

Data

{'content': 'διαχειρίζω\n fut. Attic ιῶ\n to have in hand, conduct, manage, administer, Oratt.:—Pass., Xen.', 'key': 'diaxeiri/zw'}