Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
διάχυσις
View word page
διαχειμάζω
διαχειμάζω fut. άσω to pass the winter, Thuc., Xen.

ShortDef

to pass the winter

Debugging

Headword:
διαχειμάζω
Headword (normalized):
διαχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχειμαζω
IDX:
8248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8252
Key:
diaxeima/zw

Data

{'content': 'διαχειμάζω\n fut. άσω\n to pass the winter, Thuc., Xen.', 'key': 'diaxeima/zw'}