Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διάχρυσος
View word page
διαχάσκω
διαχάσκω aor2, -έχανον to gape wide, yawn, Ar.

ShortDef

to gape wide, yawn

Debugging

Headword:
διαχάσκω
Headword (normalized):
διαχάσκω
Headword (normalized/stripped):
διαχασκω
IDX:
8247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8251
Key:
diaxa/skw

Data

{'content': 'διαχάσκω\n aor2, -έχανον\n to gape wide, yawn, Ar.', 'key': 'diaxa/skw'}