Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
View word page
διαχαλάω
διαχαλάω fut. άσω to loosen, unbar, Eur. to make supple by exercise, Xen.
ShortDef
to loosen, unbar
Debugging
Headword:
διαχαλάω
Headword (normalized):
διαχαλάω
Headword (normalized/stripped):
διαχαλαω
IDX:
8246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8250
Key:
diaxala/w
Data
{'content': 'διαχαλάω\n fut. άσω\n to loosen, unbar, Eur.\n to make supple by exercise, Xen.', 'key': 'diaxala/w'}