Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
View word page
διαφωνέω
διαφωνέω fut. ήσω to be dissonant, Plat.:—generally, to disagree, Plat.; τινι with one, Plat.
ShortDef
to be dissonant
Debugging
Headword:
διαφωνέω
Headword (normalized):
διαφωνέω
Headword (normalized/stripped):
διαφωνεω
IDX:
8242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8246
Key:
diafwne/w
Data
{'content': 'διαφωνέω\n fut. ήσω\n to be dissonant, Plat.:—generally, to disagree, Plat.; τινι with one, Plat.', 'key': 'diafwne/w'}