Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
View word page
διαφύσσω
διαφύσσω fut. ξω aor1 -ήφυσα to draw off liquids continually: Pass., of wine, Od. to draw away, tear away, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.
ShortDef
to draw off
Debugging
Headword:
διαφύσσω
Headword (normalized):
διαφύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαφυσσω
IDX:
8241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8245
Key:
diafu/ssw
Data
{'content': 'διαφύσσω\n fut. ξω\n aor1 -ήφυσα\n to draw off liquids continually: Pass., of wine, Od.\n to draw away, tear away, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.', 'key': 'diafu/ssw'}