Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
View word page
διαφύομαι
διαφύομαι Pass. with aor2 act. διέφῡν perf. διαπέφῡκα of time, to intervene, Hdt. to be closely connected with, τινος Plut.
ShortDef
to intervene
Debugging
Headword:
διαφύομαι
Headword (normalized):
διαφύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφυομαι
IDX:
8239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8243
Key:
diafu/omai
Data
{'content': 'διαφύομαι\n Pass. with aor2 act. διέφῡν\n perf. διαπέφῡκα\n of time, to intervene, Hdt.\n to be closely connected with, τινος Plut.', 'key': 'diafu/omai'}