Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
View word page
διαφυή
διαφυή διαφυή, ἡ, διαφύομαι any natural break, a joint, suture, division, Plat., Xen.

ShortDef

any natural break, a joint, suture, division

Debugging

Headword:
διαφυή
Headword (normalized):
διαφυή
Headword (normalized/stripped):
διαφυη
IDX:
8236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8240
Key:
diafuh/

Data

{'content': 'διαφυή\n διαφυή, ἡ,\n διαφύομαι\n any natural break, a joint, suture, division, Plat., Xen.', 'key': 'diafuh/'}