Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
View word page
αἱμυλία
αἱμυλία αἱμύλος winning, wily ways, Plut.

ShortDef

winning, wily ways

Debugging

Headword:
αἱμυλία
Headword (normalized):
αἱμυλία
Headword (normalized/stripped):
αιμυλια
IDX:
824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n824
Key:
ai(muli/a

Data

{'content': 'αἱμυλία\n αἱμύλος\n winning, wily ways, Plut.', 'key': 'ai(muli/a'}