Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
διαχάζομαι
View word page
διαφυγή
διαφυγή διαφῠγή, ἡ, διαφεύγω a refuge, means of escape, τινος from a thing, Plat.
ShortDef
a refuge, means of escape
Debugging
Headword:
διαφυγή
Headword (normalized):
διαφυγή
Headword (normalized/stripped):
διαφυγη
IDX:
8235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8239
Key:
diafugh/
Data
{'content': 'διαφυγή\n διαφῠγή, ἡ,\n διαφεύγω\n a refuge, means of escape, τινος from a thing, Plat.', 'key': 'diafugh/'}