Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
διαφωτίζω
View word page
διαφυγγάνω
διαφυγγάνω = διαφεύγω, Thuc., Aeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφυγγάνω
Headword (normalized):
διαφυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
διαφυγγανω
IDX:
8234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8238
Key:
diafugga/nw

Data

{'content': 'διαφυγγάνω\n = διαφεύγω, Thuc., Aeschin.', 'key': 'diafugga/nw'}