Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διάφωνος
View word page
διαφρέω
διαφρέω fut. ήσω to let through, let pass, Ar., Thuc.
ShortDef
to let through, let pass
Debugging
Headword:
διαφρέω
Headword (normalized):
διαφρέω
Headword (normalized/stripped):
διαφρεω
IDX:
8233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8237
Key:
diafre/w
Data
{'content': 'διαφρέω\n fut. ήσω\n to let through, let pass, Ar., Thuc.', 'key': 'diafre/w'}