Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
View word page
διαφράζω
διαφράζω fut. σω Epic aor2 -πέφραδον to speak distinctly, tell plainly, Hom.

ShortDef

to speak distinctly, tell plainly

Debugging

Headword:
διαφράζω
Headword (normalized):
διαφράζω
Headword (normalized/stripped):
διαφραζω
IDX:
8232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8236
Key:
diafra/zw

Data

{'content': 'διαφράζω\n fut. σω\n Epic aor2 -πέφραδον\n to speak distinctly, tell plainly, Hom.', 'key': 'diafra/zw'}