Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
View word page
διάφραγμα
διάφραγμα διάφραγμα, ατος, τό, from διαφράγνυμι a partition-wall, barrier, Thuc. the midriff, diaphragm (Homerʼs φρένες) , Plat.

ShortDef

a partition-wall, barrier

Debugging

Headword:
διάφραγμα
Headword (normalized):
διάφραγμα
Headword (normalized/stripped):
διαφραγμα
IDX:
8230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8234
Key:
dia/fragma

Data

{'content': 'διάφραγμα\n διάφραγμα, ατος, τό,\n from διαφράγνυμι\n a partition-wall, barrier, Thuc.\n the midriff, diaphragm (Homerʼs φρένες) , Plat.', 'key': 'dia/fragma'}