Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
διαφρέω
διαφυγγάνω
View word page
διαφοιτάω
διαφοιτάω Ionic -έω fut. ήσω to wander or roam continually, Hdt., Ar.:—of reports, to get abroad, Plut.
ShortDef
to wander
Debugging
Headword:
διαφοιτάω
Headword (normalized):
διαφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
διαφοιταω
IDX:
8224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8228
Key:
diafoita/w
Data
{'content': 'διαφοιτάω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n to wander or roam continually, Hdt., Ar.:—of reports, to get abroad, Plut.', 'key': 'diafoita/w'}