Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
διαφράζω
View word page
διαφλέγω
διαφλέγω fut. ξω to burn through, Plut.:—metaph. to inflame, Plut.
ShortDef
to burn through
Debugging
Headword:
διαφλέγω
Headword (normalized):
διαφλέγω
Headword (normalized/stripped):
διαφλεγω
IDX:
8222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8226
Key:
diafle/gw
Data
{'content': 'διαφλέγω\n fut. ξω\n to burn through, Plut.:—metaph. to inflame, Plut.', 'key': 'diafle/gw'}