Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμι
View word page
διαφιλοτιμέομαι
διαφιλοτιμέομαι Dep. to strive emulously, Plut.

ShortDef

to strive emulously

Debugging

Headword:
διαφιλοτιμέομαι
Headword (normalized):
διαφιλοτιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφιλοτιμεομαι
IDX:
8221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8225
Key:
diafilotime/omai

Data

{'content': 'διαφιλοτιμέομαι\n Dep. to strive emulously, Plut.', 'key': 'diafilotime/omai'}