Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
View word page
διαφιλονεικέω
διαφιλονεικέω fut. ήσω to dispute earnestly, Plut.

ShortDef

to dispute earnestly

Debugging

Headword:
διαφιλονεικέω
Headword (normalized):
διαφιλονεικέω
Headword (normalized/stripped):
διαφιλονεικεω
IDX:
8220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8224
Key:
diafiloneike/w

Data

{'content': 'διαφιλονεικέω\n fut. ήσω\n to dispute earnestly, Plut.', 'key': 'diafiloneike/w'}