διαφθορεύς
διαφθορεύς
διαφθορεύς, έως,
from διαφθείρω
a corrupter, τῶν νόμων Plat.:—as fem. in Eur.
{
"content": "διαφθορεύς\n διαφθορεύς, έως,\n from διαφθείρω\n a corrupter, τῶν νόμων Plat.:—as fem. in Eur.",
"key": "diafqoreu/s"
}