Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρησις
διάφορος
View word page
διαφθορεύς
διαφθορεύς διαφθορεύς, έως, from διαφθείρω a corrupter, τῶν νόμων Plat.:—as fem. in Eur.

ShortDef

a corrupter

Debugging

Headword:
διαφθορεύς
Headword (normalized):
διαφθορεύς
Headword (normalized/stripped):
διαφθορευς
IDX:
8218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8222
Key:
diafqoreu/s

Data

{'content': 'διαφθορεύς\n διαφθορεύς, έως,\n from διαφθείρω\n a corrupter, τῶν νόμων Plat.:—as fem. in Eur.', 'key': 'diafqoreu/s'}