Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
διαφοιτάω
View word page
διάφευξις
διάφευξις διάφευξις, εως from διαφεύγω an escaping, means of escape, Thuc.

ShortDef

an escaping, means of escape

Debugging

Headword:
διάφευξις
Headword (normalized):
διάφευξις
Headword (normalized/stripped):
διαφευξις
IDX:
8214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8218
Key:
dia/feucis

Data

{'content': 'διάφευξις\n διάφευξις, εως\n from διαφεύγω\n an escaping, means of escape, Thuc.', 'key': 'dia/feucis'}