Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζω
View word page
διαφεύγω
διαφεύγω fut. -φεύξομαι to flee through, get away from, escape, τινά or τι Hdt., Plat.:—absol. to escape, Hdt., Thuc.; διαφεύγει οὐδὲ νῦν it is not now too late, Dem. to escape one, escape oneʼs notice or memory, Plat., etc.

ShortDef

to flee through, get away from, escape

Debugging

Headword:
διαφεύγω
Headword (normalized):
διαφεύγω
Headword (normalized/stripped):
διαφευγω
IDX:
8213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8217
Key:
diafeu/gw

Data

{'content': 'διαφεύγω\n fut. -φεύξομαι\n to flee through, get away from, escape, τινά or τι Hdt., Plat.:—absol. to escape, Hdt., Thuc.; διαφεύγει οὐδὲ νῦν it is not now too late, Dem.\n to escape one, escape oneʼs notice or memory, Plat., etc.', 'key': 'diafeu/gw'}