Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι
View word page
διαφερόντως
διαφερόντως adverbpart. pres. act. of διαφέρω, differently from, at odds with, διαφερόντως ἤ . . , Plat.; c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Plat. absol. eminently, especially, Thuc., etc.
ShortDef
differently from, at odds with
Debugging
Headword:
διαφερόντως
Headword (normalized):
διαφερόντως
Headword (normalized/stripped):
διαφεροντως
IDX:
8211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8215
Key:
diafero/ntws
Data
{'content': 'διαφερόντως\nadverbpart. pres. act. of διαφέρω,\n differently from, at odds with, διαφερόντως ἤ . . , Plat.; c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Plat.\n absol. eminently, especially, Thuc., etc.', 'key': 'diafero/ntws'}