Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
View word page
διαφαύσκω
διαφαύσκω Ionic -φώσκω φάος, φῶς only in pres. to shew light through, to dawn, Hdt.
ShortDef
to shew light through, to dawn
Debugging
Headword:
διαφαύσκω
Headword (normalized):
διαφαύσκω
Headword (normalized/stripped):
διαφαυσκω
IDX:
8210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8214
Key:
diafau/skw
Data
{'content': 'διαφαύσκω\n Ionic -φώσκω\n φάος, φῶς\n only in pres.\n to shew light through, to dawn, Hdt.', 'key': 'diafau/skw'}