Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
View word page
διαυλοδρόμης
διαυλοδρόμης διαυλο-δρόμης, ου, δραμεῖν a runner in the δίαυλος, Pind.

ShortDef

a runner in the δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλοδρόμης
Headword (normalized):
διαυλοδρόμης
Headword (normalized/stripped):
διαυλοδρομης
IDX:
8204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8208
Key:
diaulodro/mhs

Data

{'content': 'διαυλοδρόμης\n διαυλο-δρόμης, ου,\n δραμεῖν\n a runner in the δίαυλος, Pind.', 'key': 'diaulodro/mhs'}