Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
View word page
διαυγάζω
διαυγάζω fut. σω to shine through:— διαυγάζει ἡμέρα day dawns, NTest.

ShortDef

to shine through

Debugging

Headword:
διαυγάζω
Headword (normalized):
διαυγάζω
Headword (normalized/stripped):
διαυγαζω
IDX:
8202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8206
Key:
diauga/zw

Data

{'content': 'διαυγάζω\n fut. σω\n to shine through:— διαυγάζει ἡμέρα day dawns, NTest.', 'key': 'diauga/zw'}