Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαύσκω
View word page
διατυπόω
διατυπόω fut. ώσω to form perfectly; δ. νόμους to give them a lasting form, Luc.: metaph. to imagine, Luc.

ShortDef

to form perfectly

Debugging

Headword:
διατυπόω
Headword (normalized):
διατυπόω
Headword (normalized/stripped):
διατυποω
IDX:
8200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8204
Key:
diatupo/w

Data

{'content': 'διατυπόω\n fut. ώσω\n to form perfectly; δ. νόμους to give them a lasting form, Luc.: metaph. to imagine, Luc.', 'key': 'diatupo/w'}