Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
View word page
διατρώγω
διατρώγω fut. -τρώξομαι aor2 -έτραγον to gnaw through, τὸ δίκτυον Ar.

ShortDef

to gnaw through

Debugging

Headword:
διατρώγω
Headword (normalized):
διατρώγω
Headword (normalized/stripped):
διατρωγω
IDX:
8199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8203
Key:
diatrw/gw

Data

{'content': 'διατρώγω\n fut. -τρώξομαι\n aor2 -έτραγον\n to gnaw through, τὸ δίκτυον Ar.', 'key': 'diatrw/gw'}