διατρύγιος
διατρύγιος
δια-τρύγιος (ῠ), ον
τρύγη
bearing grapes in succession, Od.
{
"content": "διατρύγιος\n δια-τρύγιος (ῠ), ον\n τρύγη\n bearing grapes in succession, Od.",
"key": "diatru/gios"
}