Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
διαφαγεῖν
διαφαίνω
View word page
διατροχάζω
διατροχάζω fut. άσω of a horse, to trot, Xen.
ShortDef
to trot
Debugging
Headword:
διατροχάζω
Headword (normalized):
διατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
διατροχαζω
IDX:
8197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8201
Key:
diatroxa/zw
Data
{'content': 'διατροχάζω\n fut. άσω\n of a horse, to trot, Xen.', 'key': 'diatroxa/zw'}